ασκητικός στα αγγλικά ασκητικός στα τσεχική ασκητικός στα γερμανικά ασκητικός στα δανική ασκητικός στα ισπανικά ασκητικός στα γαλλικά ασκητικός στα νορβηγικά ασκητικός στα ρωσικά ασκητικός στα σουηδικά ασκητικός στα λευκορωσίας ασκητικός στα φινλανδικά ασκητικός στα σλοβακική ασκητικός στα ουκρανικά ασκητικός στα πολωνική
αποθήκη στα γερμανικά επιφέρω στα ουκρανικά αποδεικνύω στα τσεχική χαλάκι στα αλβανικά μπούκλα στα ουκρανικά
χαλάκι για μωρά αποθήκη κομμένου αποδεικνύω συνώνυμα επιφέρω αγγλικά η μπούκλα