lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ασκητικός στα ουκρανικά

Λέξη:
ασκητικός (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (3):
поміркований, стриманий, суворий
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ασκητικός, ασκητικός στα ουκρανικά, поміркований στα ελληνικά
ασκητικός στα ουκρανικά