lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αστείος στα πορτογαλικά

Λέξη:
αστείος (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (26):
absurdo, alegre, alienígena, ameno, bizarro, bufo, burlesco, chasco, chistoso, chocante, cómico, divertido, engraçado, esquisito, estrangeiro, estranho, excêntrico, extravagante, festivo, gracioso, grotesco, jovial, peregrino, recreativo, ridículo, risível
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά αστείος, είσαι αστείοσ, αστείοσ ετυμολογία, αστείος συνώνυμα, αστείος μονόλογος, αστείος διάλογος, αστείος στα πορτογαλικά, absurdo στα ελληνικά
αστείος στα πορτογαλικά