lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δυνατός στα πορτογαλικά

Λέξη:
δυνατός (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (27):
agudo, alto, consistente, constante, demasiado, enorme, esperto, estabule, estrépito, firme, forte, gagás, hercúleo, imenso, intenso, membrudo, poderoso, potente, pujante, rijo, robusto, sólido, toro, torrente, vendaval, vigoroso, violento
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά δυνατός, δυνατός χτύπος καρδιάς, δυνατός χαρακτήρας, δυνατός συνώνυμα, δυνατός πόνος στο στομάχι, δυνατός πονοκέφαλος, δυνατός στα πορτογαλικά, agudo στα ελληνικά
δυνατός στα πορτογαλικά