lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αφήνω στα πορτογαλικά

Λέξη:
αφήνω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (12):
aquiescer, consentir, dar, deixar, dopar, entregar, largar, ministrar, permitir, prestar, refugiar, regalar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά αφήνω, αφήνω χαίτη, αφήνω το πεδίο ελεύθερο, αφήνω το γόνο να γίνει γονιός, αφήνω συνώνυμα, αφήνω στα αρχαία, αφήνω στα πορτογαλικά, aquiescer στα ελληνικά
αφήνω στα πορτογαλικά