lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

είδος στα πορτογαλικά

Λέξη:
είδος (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (26):
aspecto, campino, carácter, costume, espécie, estilo, estirpe, forma, gesto, género, jaez, laia, laça, maneira, moda, modo, método, natureza, perspectiva, porte, predicado, qualidade, sistema, surte, tipo, índole
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά είδος, είδος υπό εξαφάνιση, είδος μουσικής, είδος λόγου, είδος επιχείρησης, είδος εμπράγματου δικαιώματος 3, είδος στα πορτογαλικά, aspecto στα ελληνικά
είδος στα πορτογαλικά