lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ενάρετος στα πορτογαλικά

Λέξη:
ενάρετος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (16):
acertado, afinado, ajustado, apenas, certo, correcto, equitativo, exactamente, exacto, fidedigno, justificado, justo, leal, legítimo, preciso, recto
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ενάρετος, ενάρετος συνώνυμα, ενάρετος κύκλος, ενάρετος στα πορτογαλικά, acertado στα ελληνικά
ενάρετος στα πορτογαλικά