lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επιπλήττω στα πορτογαλικά

Λέξη:
επιπλήττω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (5):
admoestar, amontoar, castigar, lembrar, prevenir
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά επιπλήττω, επιπλήττω συνώνυμο, επιπλήττω συνώνυμα, επιπλήττω λεξικό, επιπλήττω κλιση, επιπλήττω αρχικοι χρονοι, επιπλήττω στα πορτογαλικά, admoestar στα ελληνικά
επιπλήττω στα πορτογαλικά