επιπλήττω στα αγγλικά επιπλήττω στα τσεχική επιπλήττω στα γερμανικά επιπλήττω στα ισπανικά επιπλήττω στα γαλλικά επιπλήττω στα ιταλικά επιπλήττω στα νορβηγικά επιπλήττω στα ρωσικά επιπλήττω στα σουηδικά επιπλήττω στα φινλανδικά επιπλήττω στα ουγγρική επιπλήττω στα πορτογαλικά επιπλήττω στα δανική επιπλήττω στα εσθονική επιπλήττω στα κροατικά επιπλήττω στα ρουμανική
εξήντα στα αγγλικά σημαντικός στα ρωσικά επισυνάπτω στα ρωσικά βλάπτω στα τσεχική σύντροφος στα δανική