lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ευθυγραμμίζω στα πορτογαλικά

Λέξη:
ευθυγραμμίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 12)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (13):
alienar, aplanar, arranjar, arrumar, colocar, compensar, igualar, instaurar, instituir, nivelar, ordenar, recompensar, situar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ευθυγραμμίζω, ευθυγραμμίζω στα πορτογαλικά, alienar στα ελληνικά
ευθυγραμμίζω στα πορτογαλικά