lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

θέση στα πορτογαλικά

Λέξη:
θέση (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (30):
acomodo, adro, atitude, cargo, colocaria, correio, emprego, estaciona, estação, local, localidade, lugar, ocupais, ofício, paragem, pararei, parca, posiciona, posição, posto, postura, praça, presto, recinto, sitio, situação, sítio, tarefa, teatro, trabalho
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά θέση, θέση σελήνης, θέση πλοίων, θέση κύριλλος 19300 ασπρόπυργος, θέση ιχθυολόγου, θέση εργασίας, θέση στα πορτογαλικά, acomodo στα ελληνικά
θέση στα πορτογαλικά