lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ιππεύω στα πορτογαλικά

Λέξη:
ιππεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (7):
andar, caminhar, carminar, conduzir, ir, rodar, viajar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ιππεύω, ιππεύω στα πορτογαλικά, andar στα ελληνικά
ιππεύω στα πορτογαλικά