lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καλώ στα πορτογαλικά

Λέξη:
καλώ (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (11):
apelar, chamar, citar, clamar, convocar, intimar, invocar, mencionar, motivar, ocasionar, originar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά καλώ, καλώ ταξίδι, καλώ συνώνυμα, καλώ σε μονομαχία στον καθολικό αρχιεπίσκοπο, καλώ πνεύματα, καλώ παραγωγα, καλώ στα πορτογαλικά, apelar στα ελληνικά
καλώ στα πορτογαλικά