lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κοπανίζω στα πορτογαλικά

Λέξη:
κοπανίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (15):
bater, britar, calcar, cascar, golpear, latir, manjar, partir, pisar, quebrantar, quebrar, rasgar, romper, socar, vencer
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά κοπανίζω, κοπανίζω στα πορτογαλικά, bater στα ελληνικά
κοπανίζω στα πορτογαλικά