lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μοναδικός στα πορτογαλικά

Λέξη:
μοναδικός (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (14):
excepcional, exclusivo, impar, integral, isolado, singular, solo, sonsinho, sozinho, só, uniforme, uno, ímpar, único
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά μοναδικός, μοναδικόσ αριθμόσ σταθμού, μοναδικός συνώνυμο, μοναδικός συνώνυμα, μοναδικός συντελεστής καθαρού κέρδους μηχανικών, μοναδικός συντελεστής καθαρού κέρδους, μοναδικός στα πορτογαλικά, excepcional στα ελληνικά
μοναδικός στα πορτογαλικά