lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μοναδικός στα ρωσικά

Λέξη:
μοναδικός (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (15):
един, единичный, единовременный, единствен, единственный, единый, исключителен, исключительный, несравненен, несравненный, один, одинокий, только, уникален, уникальный
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά μοναδικός, μοναδικόσ αριθμόσ σταθμού, μοναδικός συνώνυμο, μοναδικός συνώνυμα, μοναδικός συντελεστής καθαρού κέρδους μηχανικών, μοναδικός συντελεστής καθαρού κέρδους, μοναδικός στα ρωσικά, един στα ελληνικά
μοναδικός στα ρωσικά