lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μοναδικός στα ουκρανικά

Λέξη:
μοναδικός (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (7):
виключний, винятковий, ексклюзивний, єдиний, один, підошва, унікальний
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά μοναδικός, μοναδικόσ αριθμόσ σταθμού, μοναδικός συνώνυμο, μοναδικός συνώνυμα, μοναδικός συντελεστής καθαρού κέρδους μηχανικών, μοναδικός συντελεστής καθαρού κέρδους, μοναδικός στα ουκρανικά, виключний στα ελληνικά
μοναδικός στα ουκρανικά