lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ντουλάπα στα πορτογαλικά

Λέξη:
ντουλάπα (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (3):
armário, cacilheiro, estante
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ντουλάπα, ντουλάπι μπάνιου, ντουλάπα υπνοδωματίου, ντουλάπα της barbie, ντουλάπα συρόμενη, ντουλάπα ρούχων, ντουλάπα στα πορτογαλικά, armário στα ελληνικά
ντουλάπα στα πορτογαλικά