lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ντουλάπα στα ουκρανικά

Λέξη:
ντουλάπα (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (4):
буфет, сервант, шафа, шафу
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ντουλάπα, ντουλάπι μπάνιου, ντουλάπα υπνοδωματίου, ντουλάπα της barbie, ντουλάπα συρόμενη, ντουλάπα ρούχων, ντουλάπα στα ουκρανικά, буфет στα ελληνικά
ντουλάπα στα ουκρανικά