lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ντουλάπα στα ουγγρική

Λέξη:
ντουλάπα (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (2):
faliszekrény, szekrény
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική ντουλάπα, ντουλάπι μπάνιου, ντουλάπα υπνοδωματίου, ντουλάπα της barbie, ντουλάπα συρόμενη, ντουλάπα ρούχων, ντουλάπα στα ουγγρική, faliszekrény στα ελληνικά
ντουλάπα στα ουγγρική