lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ορειβασία στα πορτογαλικά

Λέξη:
ορειβασία (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (2):
alpinismo, montanhismo
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ορειβασία, ορειβασία-πεζοπορία, ορειβασία όλυμπος, ορειβασία στον όλυμπο, ορειβασία στην πάρνηθα, ορειβασία στην κύπρο, ορειβασία στα πορτογαλικά, alpinismo στα ελληνικά
ορειβασία στα πορτογαλικά