lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποφασίζω στα πορτογαλικά

Λέξη:
αποφασίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (14):
acordar, arbitrar, decidir, definir, deliberar, designar, determinar, dirimir, encarecer, engrandecer, exagerar, fixar, resolver, solucionar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά αποφασίζω, αποφασίζω συνώνυμο, αποφασίζω συνώνυμα, αποφασίζω ετυμολογία, αποφασίζω english, αποφασίζω στα πορτογαλικά, acordar στα ελληνικά
αποφασίζω στα πορτογαλικά