lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ρόπαλο στα πορτογαλικά

Λέξη:
ρόπαλο (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (14):
bastos, bastão, bengala, bordão, cacete, cachaporra, cana, estaca, garrote, pau, pás, taco, tranca, vara
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ρόπαλο, ρόπαλο του ηρακλή, ρόπαλο του baseball, ρόπαλο μπέιζμπολ, ρόπαλο baseball, πτυσσόμενο ρόπαλο, ρόπαλο στα πορτογαλικά, bastos στα ελληνικά
ρόπαλο στα πορτογαλικά