lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ρόπαλο στα ουκρανικά

Λέξη:
ρόπαλο (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (11):
дрючок, дубина, жезл, кадри, кийок, клуб, палиця, персонал, ціпок, штат, штатний
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ρόπαλο, ρόπαλο του ηρακλή, ρόπαλο του baseball, ρόπαλο μπέιζμπολ, ρόπαλο baseball, πτυσσόμενο ρόπαλο, ρόπαλο στα ουκρανικά, дрючок στα ελληνικά
ρόπαλο στα ουκρανικά