lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στέρεο στα πορτογαλικά

Λέξη:
στέρεο (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά στέρεο, στέρεο νόβα δισκογραφία, στέρεο νόβα ένα κλεμμένο ποδήλατο, στέρεο νόβα - πλας, στέρεο νόβα - ο εξώστης, στέρεο νόβα - νέα ζωή 705, στέρεο στα πορτογαλικά, estereofónico στα ελληνικά
στέρεο στα πορτογαλικά