lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τεχνητός στα πορτογαλικά

Λέξη:
τεχνητός (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (7):
afectado, artificial, diamante, estudado, fingido, flor, sofisticado
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά τεχνητός, τεχνητός χλοοτάπητας τιμές, τεχνητός χλοοτάπητας, τεχνητός φράχτης φυλλωμάτων, τεχνητός σεισμός, τεχνητός νεφρός, τεχνητός στα πορτογαλικά, afectado στα ελληνικά
τεχνητός στα πορτογαλικά