lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: τεχνητός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
affected, artificial, contrived, factitious, gyro, man-made, manmade, meretricious, mock, phoney, sophisticated, stilted, synthetic
τεχνητός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
afektovaný, falešný, líčený, nepravý, nepřirozený, předstíraný, strojený, umělý, vyumělkovaný
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
affektiert, falsch, künstlich, unecht
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
kunstig, syntetisk, unaturlig
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
afectado, artificial, postizo, remilgado
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
affecté, artificiel, bouffi, cheveux, factice, fausse, maniéré, musqué, postiche, précieux, serpenteau, tendu
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
artefatto, artificiale, artificioso, finto, posticcio
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kunstig, presiøs, syntetisk, unaturlig
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
деланный, искусственен, искусственный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
affekterad, gripen, imiterad, konstgjord, konstlad, pretiös, påverkad, syntetisk, tillgjord
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
artificial
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
ненатуральны, штучны
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
keinotekoinen
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
umjetni, vještački
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
affektált
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
dirbtinis
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
afectado, artificial, diamante, estudado, fingido, flor, sofisticado
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
artificial
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зваритися, наслідування, неприродний, скластися, створений, штучна, штучне, штучний, імітація
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
sztuczny

Σχετικές λέξεις

τεχνητός χλοοτάπητας, τεχνητός βικιλεξικο, τεχνητός δορυφόρος, τεχνητός νεφρός, τεχνητός σεισμός, τεχνητός φράχτης φυλλωμάτων, τεχνητός χλοοτάπητας τιμές, τεχνητός λεξικό, τεχνητός λειμώνας, τεχνητός καρδιακός βηματοδότης