lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τραυματίζω στα πορτογαλικά

Λέξη:
τραυματίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (9):
estropear, ferir, lacerar, lastimar, limiar, mutilar, vulnerar, lesionar, ofender
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά τραυματίζω, τραυματίζω στα πορτογαλικά, estropear στα ελληνικά
τραυματίζω στα πορτογαλικά