lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ψεύτικος στα πορτογαλικά

Λέξη:
ψεύτικος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (10):
desacertado, erróneo, falaz, falso, gazeou, impostor, incorrecto, mentira, mentiroso, vicioso
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ψεύτικος, ψεύτικοσ κόσμοσ, ψεύτικος όρκος, ψεύτικος χλοοτάπητας, ψεύτικος φίλος, ψεύτικος συνώνυμα, ψεύτικος στα πορτογαλικά, desacertado στα ελληνικά
ψεύτικος στα πορτογαλικά