lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: προηγούμενος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
antecedent, anterior, former, last, late, past, perfect, precedent, previous, prior
προηγούμενος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
dřívější, precedens, předchozí, předcházející, předešlý, přední, předčasný
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
früher, vorhergehend, vorherig, vorig
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
forbigangen, foregående, forhenværende, forrige
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
antecedente, anterior, precedente, previo
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
anticipé, antécédent, antérieur, préalable, précédent
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
altro, antecedente, anteriore, precedente, previo
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
foregående, forhenværende, forrige
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
предыдущий
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fortgående, föregående
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
папярэдні
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aikaisempi, edellinen, ennenaikainen, entinen, mennyt, viime
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prijašnji
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
elsietett, előbbi, régebbi
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
antecedente, anterior, precedente
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
precedent
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
попередній
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
poprzedni, uprzedni

Σχετικές λέξεις

προηγούμενος συνωνυμα, προηγούμενος μεταφραση, προηγούμενος στα αγγλικά