προηγούμενος συνωνυμα, προηγούμενος μεταφραση, προηγούμενος στα αγγλικά
ανθρωπολογία τραπεζίτης διότι αλαζονικός λεπτός γεωμετρία βλάπτω ξύδι κονκάρδα διαπράττω προηγούμαι κατοχή αρχίζω παρακολουθώ τριγυρίζω ένοχος πρόβλεψη απαγορεύω ερώτηση κουλούρα