lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: απαγορεύω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ban, bar, contaminate, debar, disallow, disqualify, forbid, forbidden, infect, interdict, poison, proclaim, prohibit, proscribe, suppress, taboo, veto
απαγορεύω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
bránit, zabraňovat, zakazovat, zakázat, zapovědět
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anstecken, untersagen, verbieten, wehren
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
forbi, forbyde
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
apestar, cohibir, contagiar, enconar, infectar, negar, privar, prohibir, vedar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
contaminer, défendre, dénier, infecter, interdire, prohiber
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
proibire, vietare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forby
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
воспрещать, запретить, запрещать, заражать, инфицировать, претить
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förbjuda
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ndaloj
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
абараняць, забараняць, заражаць
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
keelama
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kieltää
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zabraniti
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
megtiltani
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aprestar, contagiar, infectar, privar, proibir, vedar
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
zakázať
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
адвокатура, бар, брусок, буфет, виразка, гальмувати, забалотувати, заборонити, забороняти, забороніть, забрудніть, загальмувати, заражати, затримати, затримувати, зливок, перегороджувати, перегородити, перешкоджати, перешкодити, плитка, подавити, подавляти, придушити, придушувати, проголосити, проголосіть, проголошувати, смуга, стримати, стримувати
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
zabraniać, zakazać, zakazywać

Σχετικές λέξεις

απαγορεύω συνώνυμο, απαγορεύω english, απαγορεύω συνώνυμα, απαγορεύω στα αγγλικά, αγορεύω κλίση, απαγορεύω αρχαια, απαγορεύω στα γαλλικά, απαγορεύω μεταφραση