lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανύπαντρος στα νορβηγικά

Λέξη:
ανύπαντρος (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (9):
enslig, ugift, åpenlys, fri, langsom, ledig, løs, lov, tom
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά ανύπαντρος, ανύπαντρος στα νορβηγικά, enslig στα ελληνικά
ανύπαντρος στα νορβηγικά