lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αφοπλίζω στα ρωσικά

Λέξη:
αφοπλίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (2):
обезоруживать, разоружать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά αφοπλίζω, αφοπλίζω στα ρωσικά, обезоруживать στα ελληνικά
αφοπλίζω στα ρωσικά