lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δένω στα ρωσικά

Λέξη:
δένω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (13):
вязание, вязать, вязка, завязывать, объединять, плетение, привязывать, совмещать, соединять, сопрягать, сопряжение, сочетать, сращивать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά δένω, ρήμα δίνω, κόμπο δένω, δένω το γάιδαρό μου, δένω συνώνυμα, δένω δένομαι, δένω στα ρωσικά, вязание στα ελληνικά
δένω στα ρωσικά