lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δένω στα σουηδικά

Λέξη:
δένω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (13):
anknyta, ansluta, blanda, foga, förena, hopfoga, knop, knut, knyta, knytte, koppla, obligation, sammansatt
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά δένω, ρήμα δίνω, κόμπο δένω, δένω το γάιδαρό μου, δένω συνώνυμα, δένω δένομαι, δένω στα σουηδικά, anknyta στα ελληνικά
δένω στα σουηδικά