lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δειλός στα ρωσικά

Λέξη:
δειλός (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (11):
боязлив, боязливый, застенчивый, опасающийся, пуглив, пугливый, робкий, стыдлив, стыдливый, труслив, трусливый
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά δειλός, δειλός τι σημαινει, δειλός συνώνυμο, δειλός συνώνυμα, δειλός στα γαλλικα, δειλός ορισμός, δειλός στα ρωσικά, боязлив στα ελληνικά
δειλός στα ρωσικά