lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δειλός στα ουκρανικά

Λέξη:
δειλός (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (17):
баран, барани, боягуз, боягузливий, боязкий, боязливий, вівця, вівці, жахливий, зрадницький, мишачий, полохливий, придуркуватий, соромливий, страшний, схвильований, тремтячий
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά δειλός, δειλός τι σημαινει, δειλός συνώνυμο, δειλός συνώνυμα, δειλός στα γαλλικα, δειλός ορισμός, δειλός στα ουκρανικά, баран στα ελληνικά
δειλός στα ουκρανικά