lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δοκιμάζω στα ρωσικά

Λέξη:
δοκιμάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (24):
доказывать, искус, испробовать, испытание, испытать, испытывать, модель, образец, образцовый, опробовать, опыт, очерк, попробовать, попытать, попытка, пример, проба, пробный, пробовать, пытать, репетиция, сыгровка, формула, штуф
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά δοκιμάζω, δοκιμάζω συνώνυμα, δοκιμάζω συνωνυμο, δοκιμάζω κουρέματα, δοκιμάζω στα ρωσικά, доказывать στα ελληνικά
δοκιμάζω στα ρωσικά