lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δοκιμάζω στα ουγγρική

Λέξη:
δοκιμάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (20):
esszé, fajta, formula, ismétlés, kipróbálni, kísérletet, megkóstolni, megpróbál, megpróbálni, minta, mintakép, próba, próbál, próbálni, példa, példány, szabvány, tapasztalat, típus, vázlat
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική δοκιμάζω, δοκιμάζω συνώνυμα, δοκιμάζω συνωνυμο, δοκιμάζω κουρέματα, δοκιμάζω στα ουγγρική, esszé στα ελληνικά
δοκιμάζω στα ουγγρική