lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δοκιμάζω στα εσθονική

Λέξη:
δοκιμάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-εσθονική
Μεταφράσεις (14):
essee, jõupingutus, katse, kogemus, mudel, näide, näidis, proov, püüdma, retsept, tundma, tõestama, tüüp, valem
Σχετικές λέξεις:
εσθονική δοκιμάζω, δοκιμάζω συνώνυμα, δοκιμάζω συνωνυμο, δοκιμάζω κουρέματα, δοκιμάζω στα εσθονική, essee στα ελληνικά
δοκιμάζω στα εσθονική