lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εξημερώνω στα ρωσικά

Λέξη:
εξημερώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (8):
одомашнивать, осваивать, приручать, приучать, освоить, прикормить, приручить, приучить
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά εξημερώνω, εξημερώνω στα ρωσικά, одомашнивать στα ελληνικά
εξημερώνω στα ρωσικά