lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανάβω στα πορτογαλικά

Λέξη:
ανάβω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (6):
abrasar, acender, incendiar, inflamar, entender, prender
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ανάβω, ανάβω όλα τα φωτα, ανάβω φωτιά, ανάβω μια φωτιά, ανάβω με τσιγάρα στίχοι, ανάβω με τσιγάρα, ανάβω στα πορτογαλικά, abrasar στα ελληνικά
ανάβω στα πορτογαλικά