lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επικροτώ στα ρωσικά

Λέξη:
επικροτώ (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (2):
аплодировать, рукоплескать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά επικροτώ, το επικροτώ, επικροτώ συνωνυμα, επικροτώ στα αγγλικα, επικροτώ σημασια, επικροτώ λεξικό, επικροτώ στα ρωσικά, аплодировать στα ελληνικά
επικροτώ στα ρωσικά