lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: επικροτώ

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
acclaim, appetite, applaud
επικροτώ
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
aplaudovat, tleskat, zatleskat
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
applaudieren, beklatschen, klatschen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
applaudere
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aclamar, aplaudir
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
acclamer, applaudir
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
acclamare, applaudire, conclamare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
applaudere, matlust
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
аплодировать, рукоплескать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
applådera, aptit, matlust
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
апладзіраваць
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aclamar, aplaudir, aprovar, louvar
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
аплодувати, аплодуйте, ляпати, плескати, схвалити, схвалювати, удар
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
oklaskiwać

Σχετικές λέξεις

επικροτώ λεξικό, επικροτώ συνωνυμα, επικροτώ αντιθετο, επικροτώ στα αγγλικα, επικροτώ σημασια, επικροτώ αγγλικά, το επικροτώ