lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μποϋκοτάρω στα ρωσικά

Λέξη:
μποϋκοτάρω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά μποϋκοτάρω, μποϋκοτάρω στα ρωσικά, бойкотировать στα ελληνικά
μποϋκοτάρω στα ρωσικά