lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τιθασεύω στα ρωσικά

Λέξη:
τιθασεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (8):
приручать, одомашнивать, осваивать, приучать, освоить, прикормить, приручить, приучить
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά τιθασεύω, τιθασεύω συνώνυμα, τιθασεύω ετυμολογία, τιθασεύω στα ρωσικά, приручать στα ελληνικά
τιθασεύω στα ρωσικά