lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τιθασεύω στα δανική

Λέξη:
τιθασεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (2):
domesticere, tremme
Σχετικές λέξεις:
δανική τιθασεύω, τιθασεύω συνώνυμα, τιθασεύω ετυμολογία, τιθασεύω στα δανική, domesticere στα ελληνικά
τιθασεύω στα δανική