lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δοσολογία στα σουηδικά

Λέξη:
δοσολογία (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (3):
dos, doser, dosera
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά δοσολογία, δοσολογία σπιρουλίνας, δοσολογία βιταμίνης d3, δοσολογία βασιλικού πολτού, δοσολογία αρωμάτων atmos lab, δοσολογία xozal, δοσολογία στα σουηδικά, dos στα ελληνικά
δοσολογία στα σουηδικά