lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δοσολογία στα νορβηγικά

Λέξη:
δοσολογία (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (4):
dos, dose, dosering, porsjon
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά δοσολογία, δοσολογία σπιρουλίνας, δοσολογία βιταμίνης d3, δοσολογία βασιλικού πολτού, δοσολογία αρωμάτων atmos lab, δοσολογία xozal, δοσολογία στα νορβηγικά, dos στα ελληνικά
δοσολογία στα νορβηγικά