lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

λαίμαργος στα σουηδικά

Λέξη:
λαίμαργος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (10):
egennyttig, girig, grisk, njugg, snål, sniken, begärlig, liderlig, glupsk, grådis
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά λαίμαργος, υπερβολικά λαίμαργοσ, λαίμαργοσ αγγλικά, λαίμαργος συνώνυμο, λαίμαργος συνώνυμα, λαίμαργος σκύλος, λαίμαργος στα σουηδικά, egennyttig στα ελληνικά
λαίμαργος στα σουηδικά